ηλιόμετρο

ηλιόμετρο
Αστρονομικό όργανο. Χρησιμοποιείται για τη μέτρηση μικρών γωνιών στην ουράνια σφαίρα. Την ιδέα της κατασκευής του η. διατύπωσε για πρώτη φορά το 1675 ο Δανός αστρονόμος Ο. Ράιμερ, αλλά ο τελικός σχεδιασμός του έγινε από τον Άγγλο οπτικό Τζ. Ντόλοντ το 1753. Αρχικά, το αστρομετρικό αυτό όργανο χρησιμοποιήθηκε για τη μέτρηση της διαμέτρου του Ήλιου και αργότερα για τη μέτρηση των διαμέτρων της Σελήνης και των πλανητών καθώς και των πλανητοκεντρικών συντεταγμένων των τροχιών των δορυφόρων των πλανητών. Αποτελείται από ένα κατοπτρικό τηλεσκόπιο, ο αντικειμενικός φακός του οποίου είναι κομμένος κατά μήκος μιας διαμέτρου. Τα δύο μισά μέρη του αντικειμενικού φακού μετατοπίζονται κατά μήκος της εγκοπής με τη βοήθεια ενός μικρομετρικού κοχλία, έτσι που το είδωλο του ουράνιου σώματος να διασπάται στο εστιακό επίπεδο του φακού αυτού και τα δύο μισά να πλησιάζουν το ένα το άλλο. Με το η. μπορούμε να υπολογίσουμε με ακρίβεια μερικών δεκάτων δευτερολέπτου του τόξου τη γωνιακή απόσταση μεταξύ σημείων της διαμέτρου ενός ουράνιου σώματος.
* * *
το
αστρον. όργανο για καταμέτρηση τής φαινομένης διαμέτρου τού ήλιου ή και άλλων ουράνιων σωμάτων και για την εύρεση τής φαινομένης απόστασης δύο αστέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. heliometre < helio- (πρβλ. ηλιο-*) + metre (πρβλ. μέτρο). Η λ. στον λόγιο τ. ηλιόμε-τρον μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν τής γαλλικής γλώσσης τού Γρηγ. Γ. Ζαλίκογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

  • ηλιομετρία — η αστρον. η καταμέτρηση τής φαινομένης διαμέτρου τού ήλιου με το Ηλιόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heliometry < helio (πρβλ. ηλιο *) + metry (πρβλ. μετρία < μέτρης < μέτρο)] …   Dictionary of Greek

  • ηλιομετρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλιομετρία ή στο ηλιόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. heliometrique < helio (πρβλ. ηλιο *) + metrique (πρβλ. μετρικός)] …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • Φραουνχόφερ, Γιόζεφ φον — (Fraunhofer, 1787 – 1826). Γερμανός οπτικός και φυσικός. Σπούδασε φυσικές και μαθηματικές επιστήμες, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως κατασκευαστής γυαλιών. Ως υπότροφος του εκλέκτορα της Βαβαρίας, ο Φ. εργάστηκε στο εργοστάσιο οπτικών οργάνων στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”